- υποκλίνομαι
- υποκλίνομαι, υποκλίθηκα βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υποκλίνομαι — ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑ μέσ. 1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να τού εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση 2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι νεοελλ. μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου,… … Dictionary of Greek
ὑποκλίνομαι — ὑποκλί̱νομαι , ὑποκλίνομαι aor subj mid 1st sg (epic) ὑποκλί̱νομαι , ὑποκλίνομαι pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκλίνομαι — υποκλίθηκα 1. σκύβω χαιρετώντας ή δείχνοντας σεβασμό, κάνω υπόκλιση: Υποκλίθηκε μπροστά στον πατριάρχη. 2. υποκύπτω, υποτάσσομαι, δηλώνω υποταγή. 3. μτφ., αναγνωρίζω ή θαυμάζω την ικανότητα, αξία ή άλλες ιδιότητες κάποιου: Υποκλίνομαι στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποκέκλισθε — ὑποκλίνομαι perf imperat mp 2nd pl ὑποκλίνομαι perf ind mp 2nd pl ὑποκλίνομαι plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεκλιμένον — ὑποκλίνομαι perf part mp masc acc sg ὑποκλίνομαι perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεκλιμένων — ὑποκλίνομαι perf part mp fem gen pl ὑποκλίνομαι perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκλινθέντα — ὑποκλίνομαι aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑποκλίνομαι aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκλίνθη — ὑποκλίνομαι aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκλίνθησαν — ὑποκλίνομαι aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκέκλιτο — ὑποκλίνομαι plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)